- προσήρθρωνται
- πρόσ-ἀρθρόωfasten by a jointperf ind mp 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαρθρούμαι — όομαι, Α συνενώνομαι με αρμούς, συναρμόζομαι («καθ ἕνα δὲ ἕκαστον τῶν σπονδύλων προσήρθρωνται», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀρθροῦμαι «συναρμόζομαι»] … Dictionary of Greek